μεροδούλι

μεροδούλι
τό
1) подёнщина; 2) см. μεροκάματο;

§ μεροδούλι μεροφά(γ)ι см. μεροφάγι


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεροδούλι" в других словарях:

  • μεροδούλι — το 1. ημερήσια εργασία 2. η αμοιβή για την ημερήσια εργασία, μεροκάματο, ημερομίσθιο 3.φρ. «μεροδούλι μεροφάι» λέγεται για μικρή αμοιβή καθημερινού μόχθου, η οποία μόλις επαρκεί για τις ανάγκες μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δούλι (<… …   Dictionary of Greek

  • (η)μεροδούλι — το ιού, εργασία μίας ημέρας: Μεροδούλι μεροφάι. μεροδούλι το 1. η εργασία μιας ημέρας, το μεροκάματο. 2. η αμοιβή ημερήσιας εργασίας, το ημερομίσθιο. 3. φρ., «μεροδούλι, μεροφάι», το ημερομίσθιο μόλις φτάνει να καλύψει τις βασικές ανάγκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεροδουλιάζω — [μεροδούλι] μεροδουλεύω …   Dictionary of Greek

  • μεροφάγι — και μεροφάι, το·1. η τροφή τής ημέρας 2. φρ. «μεροδούλι μεροφάι» βλ. μεροδούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + φαΐ] …   Dictionary of Greek

  • μεροφάι — μεροφάι, το και μεροφάγι, το ιού 1. φαΐ μιας μέρας. 2. φρ., «μεροδούλι μεροφάι», βλ. μεροδούλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημεροδούλι — το το μεροδούλι, αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δούλι (< δουλειά), πρβλ. ξενο δούλι] …   Dictionary of Greek

  • μεροδουλιάρης — ο μεροδουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροδούλι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • μεροδούλης — ο [μεροδούλι] αυτός που δουλεύει με μεροκάματο, μεροκαματιάρης …   Dictionary of Greek

  • μεροκάματο — και μερόκαμα, το 1. η μισθωτή εργασία μιας ημέρας, το μεροδούλι 2. το ημερομίσθιο, τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + κάματος] …   Dictionary of Greek

  • ξενοδούλι — το εργασία σε ξένους εργοδότες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξενοδουλεύω (πρβλ. μεροδούλι)] …   Dictionary of Greek

  • μεροκάματο — το το ημερομίσθιο, το μεροδούλι: Παίρνει καλό μεροκάματο από το εργοστάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»